- διαφθορεύς
- διαφθορ-εύς, έως, ὁ,A corrupter, νόμων, ἀνθρώπων, Pl.Cri.53c;
τῶν νέων Them.Or.23.296b
: as fem., E.Hipp.682.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν νέων Them.Or.23.296b
: as fem., E.Hipp.682.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαφθορεύς — corrupter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθορέας — ο (AM διαφθορεύς) (Α και θηλ. διαφθορεύς, η) 1. αυτός που προκαλεί ηθική φθορά 2. όποιος δωροδοκεί, δωροδόκος 3. αυτός που βιάζει παρθένα ή παντρεμένη γυναίκα … Dictionary of Greek
διαφθορεῖς — διαφθορέω pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) διαφθορεύς corrupter masc acc pl διαφθορεύς corrupter masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθορῆς — διαφθορά destruction fem gen sg (epic ionic) διαφθορέω pres ind act 2nd sg (doric) διαφθορεύς corrupter masc nom pl διαφθορεύς corrupter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθορεῦ — διαφθορέω pres imperat mp 2nd sg (doric ionic) διαφθορέω imperf ind mp 2nd sg (doric ionic) διαφθορεύς corrupter masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθορᾶς — διαφθορά destruction fem gen sg (attic doric aeolic) διαφθορεύς corrupter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθορῇ — διαφθορά destruction fem dat sg (epic ionic) διαφθορέω pres subj mp 2nd sg διαφθορέω pres ind mp 2nd sg διαφθορέω pres subj act 3rd sg διαφθορῆι , διαφθορεύς corrupter masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθορέα — διαφθορέᾱ , διαφθορεύς corrupter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθορέας — διαφθορέᾱς , διαφθορεύς corrupter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)